- αλαργάρω
- (κυρίως ναυτ. όρος)1. απομακρύνομαι, ανοίγομαι στο πέλαγος2. απομακρύνω, αλαργεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ρ. allargare «ευρύνω, -ομαι, εκτείνω, -ομαι, απλώνω, -ομαι».ΠΑΡ. νεοελλ. αλαργάρισμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλαργάρω — (λ. ιταλ.) 1. μτβ., απομακρύνω: Προσπαθούσε να αλαργάρει τη βάρκα. 2. αμτβ., απομακρύνομαι: Το πλοίο είχε πια αλαργάρει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαργάρισμα — το [αλαργάρω] το αλάργεμα … Dictionary of Greek
λαργάρω — [λάργα] αλαργάρω … Dictionary of Greek